- βρυσομάνα
- ημεγάλη πηγή νερού, νερομάνα, κεφαλάρι: Έξω από το χωριό υπήρχε μια βρυσομάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρυσομάνα — η μεγάλη πηγή νερού, κεφαλάρι … Dictionary of Greek